Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πενταθλητής οι πενταθλητές
      γενική του πενταθλητή των πενταθλητών
    αιτιατική τον πενταθλητή τους πενταθλητές
     κλητική πενταθλητή πενταθλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενταθλητής < μεσαιωνική ελληνική πενταθλητής[1] [2] < αρχαία ελληνική πένταθλον((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pentathlonien ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pentathlete[2])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πενταθλητής αρσενικό (θηλυκό πενταθλήτρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πενταθλητής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. 2,0 2,1 πενταθλητήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)