Silbentrennung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Silbentrennung | die | Silbentrennungen |
γενική | der | Silbentrennung | der | Silbentrennungen |
δοτική | der | Silbentrennung | den | Silbentrennungen |
αιτιατική | die | Silbentrennung | die | Silbentrennungen |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈzɪlbn̩ˌtʁɛnʊŋ/ & /ˈzɪlbm̩̩ˌtʁɛnʊŋ/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Sil‐ben‐tren‐nung
Ουσιαστικό
επεξεργασίαSilbentrennung (de) θηλυκό
- ο διαχωρισμός μιας λέξης σε συλλαβές, συλλαβισμός