συλλαβίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συλλαβίζω < (ελληνιστική κοινή) συλλαβίζω
Ρήμα
επεξεργασίασυλλαβίζω
- χωρίζω σε συλλαβές
- (συνεκδοχικά) διαβάζω με δυσκολία, μόλις που ξέρω ανάγνωση
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συλλαβίζω | συλλάβιζα | θα συλλαβίζω | να συλλαβίζω | συλλαβίζοντας | |
β' ενικ. | συλλαβίζεις | συλλάβιζες | θα συλλαβίζεις | να συλλαβίζεις | συλλάβιζε | |
γ' ενικ. | συλλαβίζει | συλλάβιζε | θα συλλαβίζει | να συλλαβίζει | ||
α' πληθ. | συλλαβίζουμε | συλλαβίζαμε | θα συλλαβίζουμε | να συλλαβίζουμε | ||
β' πληθ. | συλλαβίζετε | συλλαβίζατε | θα συλλαβίζετε | να συλλαβίζετε | συλλαβίζετε | |
γ' πληθ. | συλλαβίζουν(ε) | συλλάβιζαν συλλαβίζαν(ε) |
θα συλλαβίζουν(ε) | να συλλαβίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συλλάβισα | θα συλλαβίσω | να συλλαβίσω | συλλαβίσει | ||
β' ενικ. | συλλάβισες | θα συλλαβίσεις | να συλλαβίσεις | συλλάβισε | ||
γ' ενικ. | συλλάβισε | θα συλλαβίσει | να συλλαβίσει | |||
α' πληθ. | συλλαβίσαμε | θα συλλαβίσουμε | να συλλαβίσουμε | |||
β' πληθ. | συλλαβίσατε | θα συλλαβίσετε | να συλλαβίσετε | συλλαβίστε | ||
γ' πληθ. | συλλάβισαν συλλαβίσαν(ε) |
θα συλλαβίσουν(ε) | να συλλαβίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συλλαβίσει | είχα συλλαβίσει | θα έχω συλλαβίσει | να έχω συλλαβίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συλλαβίσει | είχες συλλαβίσει | θα έχεις συλλαβίσει | να έχεις συλλαβίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συλλαβίσει | είχε συλλαβίσει | θα έχει συλλαβίσει | να έχει συλλαβίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συλλαβίσει | είχαμε συλλαβίσει | θα έχουμε συλλαβίσει | να έχουμε συλλαβίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συλλαβίσει | είχατε συλλαβίσει | θα έχετε συλλαβίσει | να έχετε συλλαβίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συλλαβίσει | είχαν συλλαβίσει | θα έχουν συλλαβίσει | να έχουν συλλαβίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασυλλαβίζω < συλλαβή
Ρήμα
επεξεργασίασυλλαβίζω
- προφέρω μαζί