σχολάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχολάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σχολάζω (παύω να ασχολούμαι, έχω ελεύθερο χρόνο) < σχολ(ή) + -άζω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sxoˈla.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχο‐λά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασχολάζω στον ενεστώτα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο) αργώ, καθυστερώ, εκκρεμώ συνήθως στη μετοχή ενεργητικού αορίστου σχολάζων, σχολάζουσα, σχολάζον (νομικός όρος)
- ⮡ η κληρονομία εξακολουθεί να σχολάζει
Συγγενικά
επεξεργασία- με διαφορετική σημασία το ρήμα σχολάω και οι μορφές του όπως σκολάω, σκολνάω, σκολάζω
- → δείτε και τη λέξη σχόλη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασχολάζω
-
- περνάω το χρόνο μου χωρίς να δουλεύω, είμαι σε αργία
- καθυστερώ, χρονοτριβώ
- παύω, σταματάω να κάνω κάτι
-
- έχω το χρόνο να ασχοληθώ με κάτι
- αφοσιώνομαι, αφιερώνω τον εαυτό μου σε κάτι
- φοιτώ κοντά σε κάποιο δάσκαλο
- (για θέση) είμαι κενή,
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σχολή
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σχολάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σχολάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.