σχολάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sxoˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχο‐λά‐ω
Ρήμα
επεξεργασία
σχολάω/σχολώ, αόρ.: σχόλασα, παθ.φωνή: _, π.αόρ.: σχολάστηκε, μτχ.π.π.: σχολασμένος [3]
- (αμετάβατο) τελειώνω την καθημερινή δουλειά μου ή το μάθημά μου
- ⮡ δεν πρόκειται να σχολάσουμε αν δεν τελειώσουμε όλο το βάψιμο
- (αμετάβατο, μεταφορικά) απολύομαι
- (μεταβατικό) διώχνω κάποιον από τη δουλειά του συνήθως σε άλλη ώρα από την προκαθορισμένη
- (μεταβατικό, μεταφορικά) απολύω
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σχολώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «σχολάζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αναφέρει τύπο παθητικού αορίστου -στηκα.