Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σχολασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σχολασμέν
ος
η
σχολασμέν
η
το
σχολασμέν
ο
γενική
του
σχολασμέν
ου
της
σχολασμέν
ης
του
σχολασμέν
ου
αιτιατική
τον
σχολασμέν
ο
τη
σχολασμέν
η
το
σχολασμέν
ο
κλητική
σχολασμέν
ε
σχολασμέν
η
σχολασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σχολασμέν
οι
οι
σχολασμέν
ες
τα
σχολασμέν
α
γενική
των
σχολασμέν
ων
των
σχολασμέν
ων
των
σχολασμέν
ων
αιτιατική
τους
σχολασμέν
ους
τις
σχολασμέν
ες
τα
σχολασμέν
α
κλητική
σχολασμέν
οι
σχολασμέν
ες
σχολασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σχολασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σχολάω
/
σχολώ
&
σχολνάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σχολασμένος