Ετυμολογία

επεξεργασία
σκολνάω < σκολν(ώ) + -άω με μεταπλασμό σε -νώ με βάση το θέμα σχολασ- κατά το σχήμα πείνασα > πεινώ

σκολνάω/σκολνώ, αόρ.: σκόλασα (χωρίς παθητική φωνή)