Ετυμολογία

επεξεργασία
σκολάω < σκολ(ώ) + -άω < αρχαία ελληνική σχολάζω  δείτε τη λέξη σχολάω

σκολάω/σκολώ, αόρ.: σκόλασα (χωρίς παθητική φωνή)