Ετυμολογία

επεξεργασία
σκολώ < αρχαία ελληνική σχολάζω → δείτε τη λέξη σχολάω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skoˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκο‐λώ

σκολώ