σχόλασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχόλασμα < λόγια επίδραση στο σκόλασμα[1] (< σχολνάω/σχολνώ) με [sk] > [sx]. Δείτε, σχολείο - σκολειό και σχολάζω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsxo.la.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχό‐λα‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχόλασμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη σχολή
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχόλασμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σχόλασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας