Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχόλασμα τα σχολάσματα
      γενική του σχολάσματος των σχολασμάτων
    αιτιατική το σχόλασμα τα σχολάσματα
     κλητική σχόλασμα σχολάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχόλασμα < λόγια επίδραση στο σκόλασμα[1] (< σχολνάω/σχολνώ) με [sk] > [sx]. Δείτε, σχολείο - σκολειό και σχολάζω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsxo.la.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχό‐λα‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχόλασμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σχολή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία