↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχολάζων η σχολάζουσα το σχολάζον
      γενική του σχολάζοντος της σχολάζουσας
σχολαζούσης*
του σχολάζοντος
    αιτιατική τον σχολάζοντα τη σχολάζουσα το σχολάζον
     κλητική σχολάζων σχολάζουσα σχολάζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχολάζοντες οι σχολάζουσες τα σχολάζοντα
      γενική των σχολαζόντων των σχολαζουσών των σχολαζόντων
    αιτιατική τους σχολάζοντες τις σχολάζουσες τα σχολάζοντα
     κλητική σχολάζοντες σχολάζουσες σχολάζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχολάζων < αρχαία ελληνική σχολάζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος σχολάζω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vacant[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

σχολάζων

  1. που σχολάζει
  2. (νομικός όρος) που αφορά κληρονομιά χωρίς σαφώς καθορισμένο κληρονόμο
    σχολάζουσα κληρονομία
  3. (νομικός όρος, θρησκεία) που αφορά επίσκοπο που ακούσια απέχει από τα καθήκοντά του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία