σχολάζων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σχολάζων | η | σχολάζουσα | το | σχολάζον |
γενική | του | σχολάζοντος | της | σχολάζουσας & σχολαζούσης* |
του | σχολάζοντος |
αιτιατική | τον | σχολάζοντα | τη | σχολάζουσα | το | σχολάζον |
κλητική | σχολάζων | σχολάζουσα | σχολάζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σχολάζοντες | οι | σχολάζουσες | τα | σχολάζοντα |
γενική | των | σχολαζόντων | των | σχολαζουσών | των | σχολαζόντων |
αιτιατική | τους | σχολάζοντες | τις | σχολάζουσες | τα | σχολάζοντα |
κλητική | σχολάζοντες | σχολάζουσες | σχολάζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχολάζων < αρχαία ελληνική σχολάζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος σχολάζω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vacant[1])
Επίθετο
επεξεργασίασχολάζων
- που σχολάζει
- (νομικός όρος) που αφορά κληρονομιά χωρίς σαφώς καθορισμένο κληρονόμο
- σχολάζουσα κληρονομία
- (νομικός όρος, θρησκεία) που αφορά επίσκοπο που ακούσια απέχει από τα καθήκοντά του
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχολάζων
|
- ↑ σχολάζων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας