Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σχολιογράφος οι σχολιογράφοι
      γενική του/της σχολιογράφου των σχολιογράφων
    αιτιατική τον/τη σχολιογράφο τους/τις σχολιογράφους
     κλητική σχολιογράφε σχολιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχολιογράφος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχολιογράφος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • σχολιογράφοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία