Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

faculté (fr) θηλυκό (πληθυντικός facultés)

  1. σχολή (πανεπιστημιακή)
  2. (φιλοσοφία) δυνατότητα, ικανότητα