πολυάσχολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυάσχολος < ελληνιστική κοινή πολυάσχολος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πολυ- + ασχολ(ία) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαπολυάσχολος, -η, -ο
- που ασχολείται με πολλά πράγματα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πολυάσχολος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας