Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυάσχολος η πολυάσχολη το πολυάσχολο
      γενική του πολυάσχολου της πολυάσχολης του πολυάσχολου
    αιτιατική τον πολυάσχολο την πολυάσχολη το πολυάσχολο
     κλητική πολυάσχολε πολυάσχολη πολυάσχολο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυάσχολοι οι πολυάσχολες τα πολυάσχολα
      γενική των πολυάσχολων των πολυάσχολων των πολυάσχολων
    αιτιατική τους πολυάσχολους τις πολυάσχολες τα πολυάσχολα
     κλητική πολυάσχολοι πολυάσχολες πολυάσχολα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυάσχολος < ελληνιστική κοινή πολυάσχολος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πολυ- + ασχολ(ία) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

πολυάσχολος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία