affairé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | affairé | affairés |
θηλυκό | affairée | affairées |
affairé (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | affairé | affairés |
θηλυκό | affairée | affairées |
affairé (fr) αρσενικό