Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
affaire affaires

affaire (fr) θηλυκό

  1. η υπόθεση, η δουλειά
    c'est une affaire compliquée - πρόκειται για μια πολύπλοκη υπόθεση
  2. πράγμα, κάτι που ανήκει σε κάποιον
    ramasse tes affaires - μάζεψε τα πράγματά σου

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία