σχόλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σχόλιον | τὰ | σχόλιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | σχολίου | τῶν | σχολίων | ||||
δοτική | τῷ | σχολίῳ | τοῖς | σχολίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | σχόλιον | τὰ | σχόλιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σχόλιον | σχόλιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σχολίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σχολίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχόλιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σχολ(ή) + -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχόλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- ερμηνευτική σημείωση, παρατήρηση, σχόλιο σε κείμενο
- παρατήρηση, άποψη
Παράγωγα
επεξεργασίαμεσαιωνική ή όψιμη ελληνιστική
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σχολή
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σχόλιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σχόλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.