Προφορά

επεξεργασία
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία

Kochkunst < kochen + Kunst

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Kochkunst (de) θηλυκό

  1. η τέχνη της μαγειρικής
  2. η ικανότητα ενός ατόμου να φτιάχνει ωραία φαγητά, με ευχάριστη γεύση και με όμορφη εμφάνιση

Συνώνυμα

επεξεργασία