καταπρόδοση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταπρόδοση | οι | καταπροδόσεις |
γενική | της | καταπρόδοσης* | των | καταπροδόσεων |
αιτιατική | την | καταπρόδοση | τις | καταπροδόσεις |
κλητική | καταπρόδοση | καταπροδόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπροδόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταπρόδοση < καταπροδίδω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταπρόδοση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταπροδίδω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταπρόδοση
|