Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δοσάς οι δοσάδες
      γενική του δοσά των δοσάδων
    αιτιατική τον δοσά τους δοσάδες
     κλητική δοσά δοσάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δοσάς < δόση + -άς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δοσάς αρσενικό (θηλυκό: δοσού)

  • (επάγγελμα) o έμπορος, με ή χωρίς κατάστημα, που πουλάει με δόσεις και πληρώνεται σε τακτά διαστήματα πηγαίνοντας, ο ίδιος, στο σπίτι ή το μαγαζί του αγοραστή

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία