δοσάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δοσάς | οι | δοσάδες |
γενική | του | δοσά | των | δοσάδων |
αιτιατική | τον | δοσά | τους | δοσάδες |
κλητική | δοσά | δοσάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δοσάς | οι | δοσάδες |
γενική | του | δοσά | των | δοσάδων |
αιτιατική | τον | δοσά | τους | δοσάδες |
κλητική | δοσά | δοσάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |