πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοσού οι δοσούδες
      γενική της δοσούς των δοσούδων
    αιτιατική τη δοσού τις δοσούδες
     κλητική δοσού δοσούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δοσού < δοσ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δοσού θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε δοσατζής