ενικός         πληθυντικός  
dose doses

Ουσιαστικό

επεξεργασία

dose (en)

  • η δόση φαρμάκου
      I am increasing/lowering the dose.
    Αυξάνω/μειώνω τη δόση.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

dose (fr) θηλυκό