ενικός         πληθυντικός  
dose doses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dose (en)

  • η δόση φαρμάκου
    ⮡  I am increasing/lowering the dose.
    Αυξάνω/μειώνω τη δόση.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dose (fr) θηλυκό