Ετυμολογία

επεξεργασία
overdose < over- + dose

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
overdose overdoses

overdose (en)

  • η υπερβολική δόση, η υπερδοσολογία
    ⮡  The patient was taken to the hospital due to a drug overdose.
    Ο ασθενής μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο λόγω υπερβολικής δόσης φαρμάκων.
ενεστώτας overdose
γ΄ ενικό ενεστώτα overdoses
αόριστος overdosed
παθητική μετοχή overdosed
ενεργητική μετοχή overdosing

overdose (en)

  • παίρνω υπερβολική δόση
    ⮡  He overdosed and got poisoned.
    Πήρε υπερβολική δόση κι έπαθε δηλητηρίαση.



  Ετυμολογία

επεξεργασία

αγγλικά: overdose (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

overdose (fr) θηλυκό