υπερδοσολογία
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερδοσολογία | οι | υπερδοσολογίες |
γενική | της | υπερδοσολογίας | των | υπερδοσολογιών |
αιτιατική | την | υπερδοσολογία | τις | υπερδοσολογίες |
κλητική | υπερδοσολογία | υπερδοσολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
υπερδοσολογία θηλυκό
- η υπέρβαση συνιστώμενης δόσης (σχεδόν πάντα για φάρμακο)
- Η υπερδοσολογία του κατέστρεψε τα νεφρά· το συκώτι του ήταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση. Ο κομπογιαννίτης «θεραπευτής» του δεν είχε πτυχίο ιατρικής· η συνταγή ήταν παράνομη.