Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δοσολογία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Παράγωγα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δοσολογί
α
οι
δοσολογί
ες
γενική
της
δοσολογί
ας
των
δοσολογι
ών
αιτιατική
τη
δοσολογί
α
τις
δοσολογί
ες
κλητική
δοσολογί
α
δοσολογί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δοσολογία
<
δό(σις) δόση
+
-ο-
+
-λογία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ðo.so.loˈʝi.a
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δοσολογία
θηλυκό
η ρύθμιση της
ποσότητας
ενός
φαρμάκου
που πρέπει να πάρει κάποιος
Παράγωγα
επεξεργασία
υπερδοσολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δοσολογία
αγγλικά
:
dosage
(en)
γαλλικά
:
dosage
(fr)
,
posologie
(fr)