dosage
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
dosage (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dosage | dosages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
dosage (fr) αρσενικό
dosage (en)
ενικός | πληθυντικός |
dosage | dosages |
dosage (fr) αρσενικό