ανάδοση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάδοση | οι | αναδόσεις |
γενική | της | ανάδοσης* | των | αναδόσεων |
αιτιατική | την | ανάδοση | τις | αναδόσεις |
κλητική | ανάδοση | αναδόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάδοση < αρχαία ελληνική ἀνάδοσις < ἀναδίδωμι < δίδωμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dédeh₃- < *deh₃- (δίνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανάδοση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάδοση
|