Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δοσομετρητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
δοσομετρητ
ής
οι
δοσομετρητ
ές
γενική
του
δοσομετρητ
ή
των
δοσομετρητ
ών
αιτιατική
τον
δοσομετρητ
ή
τους
δοσομετρητ
ές
κλητική
δοσομετρητ
ή
δοσομετρητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δοσομετρητής
<
δόσ(η)
+
-ο-
+
-μετρητής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δοσομετρητής
αρσενικό
μετρητής
των
δόσων
υγρών ή στερεών
Συγγενικά
επεξεργασία
δοσομετρικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δοσομετρητής