επανέκδοση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανέκδοση | οι | επανεκδόσεις |
γενική | της | επανέκδοσης* | των | επανεκδόσεων |
αιτιατική | την | επανέκδοση | τις | επανεκδόσεις |
κλητική | επανέκδοση | επανεκδόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανεκδόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεπανέκδοση θηλυκό
- η εκ νέου έκδοση ενός κειμένου (βιβλίου, συνήθως) με σημαντικές διαφορές από την πρώτη του έκδοση, χάρη στις οποίες το κείμενο σημειώνεται διαφορετικά στη βιβλιογραφία