λογοδίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλογοδίνομαι (αποθετικό)
Συγγενικά
επεξεργασία- λογοδόσιμο
- λογοδοσμένος
- → δείτε τις λέξεις λέγω και δίνω
Σημειώσεις
επεξεργασία- Σπάνια απαντά και η ενεργητική φωνή λογοδίνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λογοδίνομαι | λογοδινόμουν(α) | θα λογοδίνομαι | να λογοδίνομαι | ||
β' ενικ. | λογοδίνεσαι | λογοδινόσουν(α) | θα λογοδίνεσαι | να λογοδίνεσαι | λογοδίνου | |
γ' ενικ. | λογοδίνεται | λογοδινόταν(ε) | θα λογοδίνεται | να λογοδίνεται | ||
α' πληθ. | λογοδινόμαστε | λογοδινόμαστε λογοδινόμασταν |
θα λογοδινόμαστε | να λογοδινόμαστε | ||
β' πληθ. | λογοδίνεστε | λογοδινόσαστε λογοδινόσασταν |
θα λογοδίνεστε | να λογοδίνεστε | λογοδίνεστε | |
γ' πληθ. | λογοδίνονται | λογοδίνονταν λογοδινόντουσαν |
θα λογοδίνονται | να λογοδίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λογοδόθηκα | θα λογοδοθώ | να λογοδοθώ | λογοδοθεί | ||
β' ενικ. | λογοδόθηκες | θα λογοδοθείς | να λογοδοθείς | λογοδώσου | ||
γ' ενικ. | λογοδόθηκε | θα λογοδοθεί | να λογοδοθεί | |||
α' πληθ. | λογοδοθήκαμε | θα λογοδοθούμε | να λογοδοθούμε | |||
β' πληθ. | λογοδοθήκατε | θα λογοδοθείτε | να λογοδοθείτε | λογοδοθείτε | ||
γ' πληθ. | λογοδόθηκαν λογοδοθήκαν(ε) |
θα λογοδοθούν(ε) | να λογοδοθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λογοδοθεί | είχα λογοδοθεί | θα έχω λογοδοθεί | να έχω λογοδοθεί | λογοδοσμένος | |
β' ενικ. | έχεις λογοδοθεί | είχες λογοδοθεί | θα έχεις λογοδοθεί | να έχεις λογοδοθεί | ||
γ' ενικ. | έχει λογοδοθεί | είχε λογοδοθεί | θα έχει λογοδοθεί | να έχει λογοδοθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λογοδοθεί | είχαμε λογοδοθεί | θα έχουμε λογοδοθεί | να έχουμε λογοδοθεί | ||
β' πληθ. | έχετε λογοδοθεί | είχατε λογοδοθεί | θα έχετε λογοδοθεί | να έχετε λογοδοθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λογοδοθεί | είχαν λογοδοθεί | θα έχουν λογοδοθεί | να έχουν λογοδοθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λογοδίνομαι
|