ἄδωρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄδωρος | τὸ | ἄδωρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀδώρου | τοῦ | ἀδώρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀδώρῳ | τῷ | ἀδώρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄδωρον | τὸ | ἄδωρον | ||
κλητική ὦ! | ἄδωρε | ἄδωρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄδωροι | τὰ | ἄδωρᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀδώρων | τῶν | ἀδώρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀδώροις | τοῖς | ἀδώροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀδώρους | τὰ | ἄδωρᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄδωροι | ἄδωρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδώρω | τὼ | ἀδώρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀδώροιν | τοῖν | ἀδώροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄδωρος, -ος, -ον, υπερθετικός : ἀδωρότατος
- χωρίς δώρα, που δεν λαμβάνει δώρα
- αδωροδόκητος, αδιάφθορος
- που δεν δίνει δώρα
- χωρίς μισθό, άμισθος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαθέμα με ἀδωρο-
→ και δείτε τη λέξη δῶρον
Πηγές
επεξεργασία- ἄδωρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄδωρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.