Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ δύσδωρος τὸ δύσδωρον οἱ, αἱ δύσδωροι τὰ δύσδωρα
Γενική τοῦ, τῆς δυσδώρου τοῦ δυσδώρου τῶν δυσδώρων τῶν δυσδώρων
Δοτική τῷ, τῇ δυσδώρῳ τῷ δυσδώρῳ τοῖς, ταῖς δυσδώροις τοῖς δυσδώροις
Αιτιατική τὸν, τὴν δύσδωρον τὸ δύσδωρον τοὺς, τὰς δυσδώρους τὰ δύσδωρα
Κλητική δύσδωρε δύσδωρον δύσδωροι δύσδωρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική δυσδώρω
Γενική-Δοτική δυσδώροιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

δύσδωρος < δυσ- + δῶρον + -ος < δίδωμι

  Επίθετο επεξεργασία

δύσδωρος, -ος, -ον (επίρρημα: δυσδώρως)

Συνώνυμα επεξεργασία