μεγαλοδωρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλοδωρία < ελληνιστική κοινή μεγαλοδωρία < αρχαία ελληνική μεγαλόδωρος < μέγας + δῶρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγαλοδωρία θηλυκό
- (λόγιο) η γενναιοδωρία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μεγαλόδωρος, μεγάλος και δώρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλοδωρία
|