θεοδώρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεοδώρητος < ελληνιστική κοινή θεοδώρητος < αρχαία ελληνική θεός + δῶρον
Επίθετο
επεξεργασίαθεοδώρητος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεοδώρητος
|
Δείτε επίσης : Θεοδώρητος |
θεοδώρητος
|