Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεοδώρητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
Θεοδώρητος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεοδώρητ
ος
η
θεοδώρητ
η
το
θεοδώρητ
ο
γενική
του
θεοδώρητ
ου
της
θεοδώρητ
ης
του
θεοδώρητ
ου
αιτιατική
τον
θεοδώρητ
ο
τη
θεοδώρητ
η
το
θεοδώρητ
ο
κλητική
θεοδώρητ
ε
θεοδώρητ
η
θεοδώρητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεοδώρητ
οι
οι
θεοδώρητ
ες
τα
θεοδώρητ
α
γενική
των
θεοδώρητ
ων
των
θεοδώρητ
ων
των
θεοδώρητ
ων
αιτιατική
τους
θεοδώρητ
ους
τις
θεοδώρητ
ες
τα
θεοδώρητ
α
κλητική
θεοδώρητ
οι
θεοδώρητ
ες
θεοδώρητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεοδώρητος
<
ελληνιστική κοινή
θεοδώρητος
<
αρχαία ελληνική
θεός
+
δῶρον
Επίθετο
επεξεργασία
θεοδώρητος
(
λόγιο
) που έχει
δοθεί
(ως
δώρο
) από τον
θεό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
θεός
και
δώρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεοδώρητος