δωρολήπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δωρολήπτης < ελληνιστική κοινή δωρολήπτης < αρχαία ελληνική δῶρον + λαμβάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδωρολήπτης αρσενικό (θηλυκό: δωρολήπτρια)
- (νομικός όρος) αυτός που έχει δεχθεί δωροληψία
Συγγενικά
επεξεργασία- δωρολήπτρια
- δωροληπτώ
- δωροληψία
- → δείτε τις λέξεις δώρο και λαμβάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία δωρολήπτης