Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δωροδόκος οι δωροδόκοι
      γενική του/της δωροδόκου των δωροδόκων
    αιτιατική τον/τη δωροδόκο τους/τις δωροδόκους
     κλητική δωροδόκε δωροδόκοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δωροδόκος < αρχαία ελληνική δωροδόκος < δῶρον + -δόκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δωροδόκος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (λόγιο) που δωροδοκείται
  2. (λόγιο) που δωροδοκεί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δωροδόκος τὸ δωροδόκον
      γενική τοῦ/τῆς δωροδόκου τοῦ δωροδόκου
      δοτική τῷ/τῇ δωροδόκ τῷ δωροδόκ
    αιτιατική τὸν/τὴν δωροδόκον τὸ δωροδόκον
     κλητική ! δωροδόκε δωροδόκον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δωροδόκοι τὰ δωροδόκ
      γενική τῶν δωροδόκων τῶν δωροδόκων
      δοτική τοῖς/ταῖς δωροδόκοις τοῖς δωροδόκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δωροδόκους τὰ δωροδόκ
     κλητική ! δωροδόκοι δωροδόκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δωροδόκω τὼ δωροδόκω
      γεν-δοτ τοῖν δωροδόκοιν τοῖν δωροδόκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δωροδόκος < δῶρον + -δόκος (< δέχομαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δωροδόκος, -ος, -ον

  1. που δωροδοκείται, διεφθαρμένος
  2. (ελληνιστική κοινή) που δωροδοκεί
  3. (ελληνιστική κοινή) γενναιόδωρος, απλοχέρης