δωροδόκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δωροδόκος < αρχαία ελληνική δωροδόκος < δῶρον + -δόκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
δωροδόκος αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο) που δωροδοκείται
- (λόγιο) που δωροδοκεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δωροδόκος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δωροδόκος, -ος, -ον