Πανδώρα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Πανδώρα < αρχαία ελληνική πᾶν + δῶρον
ΠροφοράΕπεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Πανδώρα θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) η σύζυγος του Επιμηθέα, που είχε λάβει από τους θεούς ένα κουτί με την εντολή να μην το ανοίξει· όταν αυτή από περιέργεια παρέβη την εντολή, ξεχύθηκαν από αυτό όλα τα δεινά, πρόλαβε όμως να το κλείσει και να κρατήσει μέσα του την ελπίδα
- γυναικείο όνομα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- άνοιξε το κουτί της Πανδώρας: για κάτι που επιφέρει φοβερές συνέπειες