μποναμάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μποναμάς < ιταλική bonamanu (=φιλοδώρημα, Σαρδινή διάλεκτος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμποναμάς αρσενικό
- το πρωτοχρονιάτικο δώρο
- (κατ’ επέκταση) κάθε έκτακτο δώρο ή φιλοδώρημα
μποναμάς αρσενικό