πεσκέσι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεσκέσι | τα | πεσκέσια |
γενική | του | πεσκεσιού | των | πεσκεσιών |
αιτιατική | το | πεσκέσι | τα | πεσκέσια |
κλητική | πεσκέσι | πεσκέσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεσκέσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική peşkeş < περσική پيش كش (pēş kaş)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεσκέσι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) κάτι που προσφέρεται, που δωρίζεται
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
«η διαβολή και το πεσκέσι τούρκικα πράγματα», Βίκτωρ Μπεράρ, περιηγητής, «οδοιπορικόν στη Μακεδονία (1892)»
Σημειώσεις επεξεργασία
- συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά (ειρωνικά ή θετικά) αντί του δώρου ή του λαχείου
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πεσκέσι στη Βικιπαίδεια