πεσκέσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεσκέσι | τα | πεσκέσια |
γενική | του | πεσκεσιού | των | πεσκεσιών |
αιτιατική | το | πεσκέσι | τα | πεσκέσια |
κλητική | πεσκέσι | πεσκέσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεσκέσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική peşkeş < περσική پيش كش (pēş kaş)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεσκέσι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) κάτι που προσφέρεται, που δωρίζεται
- ※ Το μεσημέρι έμειναν μόνοι. Η Λουστρινιώ τους έφτιαξε φρουτάλια με σίγλινα, από τα πεσκέσια. Ο πατέρας έφαγε μπόλικα, με όρεξη - υπήρχε φαγητό. (Μ. Καραγάτσης, Άμρι α Μούγκου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας Κολλάρου, 1954, σελ. 37)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία«η διαβολή και το πεσκέσι τούρκικα πράγματα», Βίκτωρ Μπεράρ, περιηγητής, «οδοιπορικόν στη Μακεδονία (1892)»
Σημειώσεις
επεξεργασία- συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά (ειρωνικά ή θετικά) αντί του δώρου ή του λαχείου
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πεσκέσι στη Βικιπαίδεια