φρουτάλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρουτάλια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρουτάλια θηλυκό
- (φαγητά) παραδοσιακή αφράτη ομελέτα της Άνδρου και της Τήνου (με πατάτες και άλλα υλικά, είτε χορταρικά, είτε τοπικό λουκάνικο, παρόμοια / αντίστοιχης μορφής με την ιταλική φριτάτα ή την ισπανική tortilla española ή tortilla de patata)
- ※ Το μεσημέρι έμειναν μόνοι. Η Λουστρινιώ τους έφτιαξε φρουτάλια με σίγλινα, από τα πεσκέσια. Ο πατέρας έφαγε μπόλικα, με όρεξη - υπήρχε φαγητό. (Μ. Καραγάτσης, Άμρι α Μούγκου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας Κολλάρου, 1954, σελ. 37)
- ※ θα ανέφερα και κάποιες τοπικές συνταγές που δοκίμασα σε κάποια εκδρομή όπως την ανδριώτική φρουτάλια ή τη χανιώτικη τούρτα (Η νέα ελληνική κουζίνα, Επίκουρος, εκδ. Ίκαρος, 2012)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φρουτάλια
|