Δείτε επίσης: Ἄνδρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Άνδρος
      γενική της Άνδρου
    αιτιατική την Άνδρο
     κλητική Άνδρε
(Άνδρο)
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈan.ðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άν‐δρος

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Άνδρος < αρχαία ελληνική Ἄνδρος[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Άνδρος θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Άνδρος < Ανδρέας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άνδρος οι Άνδροι
      γενική του Άνδρου των Άνδρων
    αιτιατική τον Άνδρο τους Άνδρους
     κλητική Άνδρε Άνδροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Άνδρος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)