Κύπριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈci.pɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κύ‐πρι‐ος
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κύπριος | οι | Κύπριοι |
γενική | του | Κύπριου & Κυπρίου |
των | Κύπριων & Κυπρίων |
αιτιατική | τον | Κύπριο | τους | Κύπριους & Κυπρίους |
κλητική | Κύπριε | Κύπριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μάντζαρος - κλίση: Αντρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κύπριος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Κύπριος (επίθετο). Συγχρονικά αναλύεται σε Κύπρ(ος) + -ιος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Κύπριος αρσενικό (θηλυκό Κύπρια και λόγιο Κυπρία)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Κύπρο ή έχει κυπριακή υπηκοότητα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κυπριακός
- κυπρίνος
- κυπριώτικος
- Κύπριος (επώνυμο)
- → και δείτε τη λέξη Κύπρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κύπριος
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Κύπριος < πατριδωνυμικό Κύπριος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Κύπριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κύπριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Κύπριος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.