Δείτε επίσης: κύπριος

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κύπριος αρσενικό (θηλυκό Κυπρίου)

Συγγενικά

επεξεργασία

επώνυμα:

 και δείτε τη λέξη Κύπρος

Μεταγραφές

επεξεργασία
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κύπριος Κυπρί τὸ Κύπριον
      γενική τοῦ Κυπρίου τῆς Κυπρίᾱς τοῦ Κυπρίου
      δοτική τῷ Κυπρί τῇ Κυπρί τῷ Κυπρί
    αιτιατική τὸν Κύπριον τὴν Κυπρίᾱν τὸ Κύπριον
     κλητική ! Κύπριε Κυπρί Κύπριον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Κύπριοι αἱ Κύπριαι τὰ Κύπρι
      γενική τῶν Κυπρίων τῶν Κυπρίων τῶν Κυπρίων
      δοτική τοῖς Κυπρίοις ταῖς Κυπρίαις τοῖς Κυπρίοις
    αιτιατική τοὺς Κυπρίους τὰς Κυπρίᾱς τὰ Κύπρι
     κλητική ! Κύπριοι Κύπριαι Κύπρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Κυπρίω τὼ Κυπρί τὼ Κυπρίω
      γεν-δοτ τοῖν Κυπρίοιν τοῖν Κυπρίαιν τοῖν Κυπρίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
Κύπριος < Κύπρ(ος) + -ιος. Συγγενής η μυκηναϊκή λέξη 𐀓𐀠𐀪𐀍 (ku-pi-ri-jo)