Δωροθέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δωροθέα | οι | Δωροθέες |
γενική | της | Δωροθέας | των | Δωροθεών |
αιτιατική | τη | Δωροθέα | τις | Δωροθέες |
κλητική | Δωροθέα | Δωροθέες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðo.ɾoˈθe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δω‐ρο‐θέ‐α