donaco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /doˈna.t͡so/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | donaco | donacoj |
αιτιατική | donacon | donacojn |
donaco (eo)
- το δώρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | donaco | donacoj |
αιτιατική | donacon | donacojn |
donaco (eo)