Δείτε επίσης: δωρῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δωρῶ (δωρέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðoˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δω‐ρώ
τονικό παρώνυμο: δώρο

δωρώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία