↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άδωρος η άδωρη το άδωρο
      γενική του άδωρου της άδωρης του άδωρου
    αιτιατική τον άδωρο την άδωρη το άδωρο
     κλητική άδωρε άδωρη άδωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άδωροι οι άδωρες τα άδωρα
      γενική των άδωρων των άδωρων των άδωρων
    αιτιατική τους άδωρους τις άδωρες τα άδωρα
     κλητική άδωροι άδωρες άδωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άδωρος < αρχαία ελληνική ἄδωρος < ἀ- + δῶρον < δίδωμι

  Επίθετο

επεξεργασία

άδωρος, -η, -ο

  1. που δεν δέχεται ή δεν προσφέρει δώρα
  2. που δεν ωφελεί, αλλά βλάπτει
     συνώνυμα: ανωφελής, ανώφελος, επιζήμιος
     αντώνυμα: επωφελής, ωφέλιμος

  Έκφραση

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία