δώρον άδωρον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δώρον άδωρον → δείτε τους όρους δῶρον ἄδωρον, δώρο και άδωρος
Έκφραση
επεξεργασίαδώρον άδωρον
- μονοτονική γραφή του δῶρον ἄδωρον
- Δώρον άδωρον οι αυξήσεις των συντάξεων.
Δείτε
επεξεργασία- στα νέα ελληνικά: δώρο άδωρο
- στην καθαρεύουσα: δῶρον ἄδωρον
- στα αρχαία ελληνικά: ἄδωρα δῶρα