Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δωρεοδόχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
δωρεοδόχ
ος
οι
δωρεοδόχ
οι
γενική
του
/
της
δωρεοδόχ
ου
των
δωρεοδόχ
ων
αιτιατική
τον
/
τη
δωρεοδόχ
ο
τους
/
τις
δωρεοδόχ
ους
κλητική
δωρεοδόχ
ε
δωρεοδόχ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δωρεοδόχος
<
δωρε(ά)
+
-ο-
+
-δόχος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δωρεοδόχος
αρσενικό ή θηλυκό
(
νομικός όρος
) που δέχεται
δωρεά
Συνώνυμα
επεξεργασία
δωρεολήπτης
Αντώνυμα
επεξεργασία
δωρεοδότης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δωρεοδόχος
αγγλικά
:
donatary
(en)
,
presentee
(en)
,
grantee
(en)
,
donee
(en)