δωρεολήπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδωρεολήπτης αρσενικό
- (νομικός όρος) που δέχεται δωρεά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δωρεολήπτης
|
δωρεολήπτης αρσενικό
|