-λήπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -λήπτης | οι | -λήπτες |
γενική | του | -λήπτη | των | -ληπτών |
αιτιατική | τον | -λήπτη | τους | -λήπτες |
κλητική | -λήπτη | -λήπτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -λήπτης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -λήπτης[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈli.ptis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -λή‐πτης
Επίθημα
επεξεργασία-λήπτης αρσενικό (θηλυκό -λήπτρια)
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-λήπτης" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -λήπτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)