Δείτε επίσης: λήπτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -λήπτης οι -λήπτες
      γενική του -λήπτη των -ληπτών
    αιτιατική τον -λήπτη τους -λήπτες
     κλητική -λήπτη -λήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-λήπτης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -λήπτης[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈli.ptis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -λή‐πτης

  Επίθημα επεξεργασία

-λήπτης αρσενικό (θηλυκό -λήπτρια)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -λήπτηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)